κενολατρεία
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek (Liddell-Scott)
κενολατρεία: ἡ, ἀνωφελὴς λατρεία, Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
κενολατρεία, ἡ (Α)
η κενή, η ανώφελη λατρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + λατρεία.