κενολατρεία

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek (Liddell-Scott)

κενολατρεία: ἡ, ἀνωφελὴς λατρεία, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

κενολατρεία, ἡ (Α)
η κενή, η ανώφελη λατρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + λατρεία.