θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
κενοταφῶ, -έω (Α)
τιμώ τη μνήμη κάποιου με κενοτάφιο, ανεγείρω κενοτάφιο στη μνήμη κάποιου («κενοταφοῦν
τ' ἐμὸν δέμας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενόταφος (πρβλ. κενοτάφιον)].