ανεγείρω

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

(AM ἀνεγείρω)
χτίζω, οικοδομώ
μσν.
(αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαι
αρχ.
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον
2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω
3. εξεγείρω, ερεθίζω.