τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(AM ἀνεγείρω)χτίζω, οικοδομώμσν.(αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαιαρχ.1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω3. εξεγείρω, ερεθίζω.