κενόκομπος

Greek (Liddell-Scott)

κενόκομπος: -ον, ὁ ἐπὶ κενοῖς, ματαίοις κομπάζων, Βυζ.

Greek Monolingual

κενόκομπος, -ον (Μ)
αυτός που κομπάζει για μάταια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «καύχηση»), πρβλ. ματαιόκομπος, φιλόκομπος].