κερίζω

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

κέρας
(στην Κύπρο)
1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό
2. μτφ. συντροφεύω.