κερίζω

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

κέρας
(στην Κύπρο)
1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό
2. μτφ. συντροφεύω.