κεραρχία

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

κεραρχία, ἡ (Α) κεράρχης
το αξίωμα του κεράρχου.

German (Pape)

κεραταρχία.