κεραρχία

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

κεραρχία, ἡ (Α) κεράρχης
το αξίωμα του κεράρχου.

German (Pape)

κεραταρχία.