κεραταρχία
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
v. κερατάρχης.
German (Pape)
[Seite 1422] ἡ, das Amt des Vorigen, auch κεραρχία.
Greek (Liddell-Scott)
κεραταρχία: ἡ, σῶμα ἐκ τριάκοντα δύο πολεμικῶν ἐλεφάντων, μεταγεν.
Greek Monolingual
κεραταρχία, ἡ κερατάρχης
η διοίκηση σώματος τριάντα δύο ελεφάντων.