κεραταρχία

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραταρχία Medium diacritics: κεραταρχία Low diacritics: κεραταρχία Capitals: ΚΕΡΑΤΑΡΧΙΑ
Transliteration A: keratarchía Transliteration B: keratarchia Transliteration C: keratarchia Beta Code: keratarxi/a

English (LSJ)

v. κερατάρχης.

German (Pape)

[Seite 1422] ἡ, das Amt des Vorigen, auch κεραρχία.

Greek (Liddell-Scott)

κεραταρχία: ἡ, σῶμα ἐκ τριάκοντα δύο πολεμικῶν ἐλεφάντων, μεταγεν.

Greek Monolingual

κεραταρχία, ἡ κερατάρχης
η διοίκηση σώματος τριάντα δύο ελεφάντων.