κερατεσσείς

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source

Greek Monolingual

κερατεσσεῖς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ τοὺς ταύρους ἕλκοντες ἀπὸ των κεράτων
καλοῦνται δὲ καὶ κεραελκεῖς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κέρας, κέρατ-ος + -ε-, πιθ. κατά τα κερα-ελκής + -σσεῖς, που συνδέεται ίσως με το σεύω / -ομαι (πρβλ. βοσσόος)].