κερατεσσείς

From LSJ

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source

Greek Monolingual

κερατεσσεῖς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ τοὺς ταύρους ἕλκοντες ἀπὸ των κεράτων
καλοῦνται δὲ καὶ κεραελκεῖς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κέρας, κέρατ-ος + -ε-, πιθ. κατά τα κερα-ελκής + -σσεῖς, που συνδέεται ίσως με το σεύω / -ομαι (πρβλ. βοσσόος)].