κερατοψίδες

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

οι
(παλαιοντ.) απολιθωμένα δεινοσαύρια ερπετά της Βόρειας Αμερικής και της Μογγολίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceratopsidae < cerat- (πρβλ. κέρας, -τος) + -ops- (πρβλ. ὄψις) + -idae (πρβλ. -ίδες, πληθ. της -ίδης)].