κεραυνοποιός
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
κεραυνοποιόν, causing thunderbolts, Vett.Val.6.25.
Greek Monolingual
κεραυνοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κεραυνούς.