κεραυνοποιός
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
κεραυνοποιόν, causing thunderbolts, Vett.Val.6.25.
Greek Monolingual
κεραυνοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κεραυνούς.