κεροτυπώ

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208

Greek Monolingual

κεροτυπῶ, -έω (Α)
1. κερατίζω, χτυπώ με τα κέρατα
2. παθ. κεροτυποῦμαι, -όομαι
(μτφ) προσβάλλομαι, χτυπιέμαι άγρια («νῆες κεροτυπούμεναι χειμῶνι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -τυπῶ (< τύπος < τύπος < τύπτω), πρβλ. ζηλοτυπώ, πρωτοτυπώ].