κερῶ

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

French (Bailly abrégé)

1εῖς, εῖ;
fut. de κείρω.
2ᾷς, ᾷ;
fut. att. de κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κερῶ:
I fut. к κείρω.
II атт. fut. к κεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερῶ fut. van κείρω.