κευθήνες

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek Monolingual

κευθῆνες (Α) κεύθω
(κατά το λεξ. Σούδα) «οἱ καταχθόνιοι δαίμονες».