κεφαλάδες

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

οι (Μ κεφαλάδες) κεφαλή
(στο Βυζάντιο) όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί.