κεφαλία

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

κεφαλία, ἡ (Μ) πονοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ία (πρβλ. ατονία, ημικρανία].