κεφαλοτόμος

English (LSJ)

κεφαλοτόμον, cutting off the head, Str. 11.14.14.

German (Pape)

[Seite 1428] den Kopf abschneidend, Strab. XI, 531.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοτόμος: -ον, ἀποκόπτων τὴν κεφαλήν, Στράβ. 531.

Greek Monolingual

κεφαλοτόμος, -ον (Α)
αυτός που αποκεφαλίζει, αποκεφαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. λαιμη-τόμος, υλοτόμος].