αποκεφαλιστής

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

ο (AM ἀποκεφαλιστής)
1. αυτός που εκτελεί τον αποκεφαλισμό, ο δήμιος
νεοελλ.
«Αγιος Ιωάννης ο Αποκεφαλιστής» (αντί αποκεφαλισθείς)
ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν γιορτάζεται τον Αύγουστο σ' ανάμνηση του αποκεφαλισμού του.