κεχλαδώς

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

German (Pape)

[Seite 1429] perf. zu χλάζω, Pind. Ol. 9, 2, im plur. κεχλάδοντες P. 4, 179.

Greek Monotonic

κεχλᾱδώς: μτχ. παρακ. του χλάζω.

Russian (Dvoretsky)

κεχλᾱδώς: άδοντος, v. l. αδόντος дор. part. к *χλάδω.