κηλίδωσις

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 1431] ἡ, die Befleckung, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

κηλίδωσις: ῑ εως, ἡ, μολυσμός, Φώτ. ἐν Mai’s Coll. Vat. 1. 365C.