κηλοποιός

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

κηλοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. θεοποιός, νικοποιός.