κηπομανία

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του κηπομανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -μανία (< μανία < μαίνομαι «είμαι τρελός, μανιασμένος»), πρβλ. αρχομανία, κλεπτομανία.