κητίνη

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

η
χημ. το κύριο συστατικό του κήτειου σπέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cetine < cet- (πρβλ. κήτος) + ine (< λατ. -inus)].