κιναδεύς

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

German (Pape)

[Seite 1438] ὁ, s. κίναδος.

Russian (Dvoretsky)

κῐνᾰδεύς: έως ὁ Theocr. = κίναδος (v. l. κίναιδος).

Greek (Liddell-Scott)

κῐνᾰδεύς: έως, ὁ, νεογνὸν ἀλώπεκος (ἴδε λαγιδεύς)· πρβλ. κίναδος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

κιναδεύς, -έως, ὁ (Α) κίναδος
το νεογνό της αλεπούς.