κισσοφορία
English (LSJ)
ἡ, wearing of ivy-wreaths, in plural, IG12 (2).484.5 (Mytil.).
Greek Monolingual
κισσοφορία, ἡ (Α) κισσοφορώ
1. το να φέρει κάποιος κισσό
2. γιορτή στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό.
ἡ, wearing of ivy-wreaths, in plural, IG12 (2).484.5 (Mytil.).
κισσοφορία, ἡ (Α) κισσοφορώ
1. το να φέρει κάποιος κισσό
2. γιορτή στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό.