κλήτευση

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source

Greek Monolingual

η κλητεύω
η πρόσκληση μάρτυρα ή διαδίκου στο δικαστήριο, κοινοποίηση δικαστικής κλήσης.