κλασαυχενισμός

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433

Greek Monolingual

ο
1. το να περπατά κάποιος καμαρωτά και θηλυπρεπώς κουνώντας τον αυχένα του δεξιά κι αριστερά
2. το κόρδωμα, το να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλασαυχενίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].