κλασαυχενισμός
From LSJ
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
ο
1. το να περπατά κάποιος καμαρωτά και θηλυπρεπώς κουνώντας τον αυχένα του δεξιά κι αριστερά
2. το κόρδωμα, το να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλασαυχενίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].