κλασιβώλαξ

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source

Greek Monolingual

κλασιβῶλαξ, -ώλακος, ό, ή (Α)
αυτός που θραύει τους βώλους της γης («χαλκὸν ἀροτρητήν, κλασιβώλακα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶ (πρβλ. κλάσις) + βῶλαξ «βῶλος απὸ χώμα». Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.