βῶλαξ

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῶλαξ Medium diacritics: βῶλαξ Low diacritics: βώλαξ Capitals: ΒΩΛΑΞ
Transliteration A: bō̂lax Transliteration B: bōlax Transliteration C: volaks Beta Code: bw=lac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ, = βῶλος, ib.37, Theoc.17.80, A.R.3.1334.

Spanish (DGE)

-ᾰκος, ἡ
1 terrón δέξατο βώλακα δαιμονίαν Pi.P.4.37, βώλακες ἀγνύμεναι ἀνδραχθέες A.R.3.1334, 4.1562, 1734, βώλακα γαίης Nic.Al.514, LXX Ib.7.5.
2 suelo ὅτε βώλακα θρύπτει Theoc.17.80, ὑπὸ βώλακα κεῖνται SEG 25.758.1 (Mesia I a.C.), cf. IAE 6.1.

German (Pape)

[Seite 468] ακος, ἡ, Erdscholle, Pind. P. 4, 37; Ap. Rh. 3, 1334; übh. Land, Theocr. 17, 80. S. βῶλος.

French (Bailly abrégé)

ακος (ἡ) :
1 motte de terre;
2 p. ext. terre.
Étymologie: βῶλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βῶλαξ -ακος, ἡ βῶλος aardkluit; uitbr. aarde, grond.

Russian (Dvoretsky)

βῶλαξ: ᾰκος ἡ
1 Pind. = βῶλος 1;
2 земля, почва (Νεῖλος βώλακα θρύπτει Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

βῶλαξ: -ᾰκος, ἡ, = βῶλος, Πίνδ. Π. 4. 66, Θεόκρ. 17. 80.

English (Slater)


1 sod, clod “δέξατο βώλᾰκα δαιμονίαν” (i. e. Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα. v. 42) (P. 4.37)

Greek Monolingual

βώλαξ, ο (Α)
ο βώλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + (επίθημα) -αξ (πρβλ. βώμαξ, λάβραξ, χαύναξ κ.ά.)].

Greek Monotonic

βῶλαξ: -ᾰκος, ἡ, βώλος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

= βῶλος, Theocr.]