δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
κλεμμός, ὁ (Μ) κλέπτωκλέψιμο (α. «κλεμμὸ ἐκλέφτηκα» β. «ἄν κλεμμὸ νά κλεφτεῖ»).