κλεπτοσπίτης

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

κλεπτοσπίτης, ὁ (Μ)
κλέφτης, διαρρήκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + -σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο-σπίτης, χαλασοσπίτης].