κλεπτουργία
From LSJ
τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire
Greek Monolingual
κλεπτουργία, ἡ (Μ) κλεπτουργής
κλοπή, κλεψιά.
τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire
κλεπτουργία, ἡ (Μ) κλεπτουργής
κλοπή, κλεψιά.