κλεψιγαμία
From LSJ
τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
German (Pape)
[Seite 1449] ἡ, Buhlerei, Sp.; auch Hdn. epim. 93.
Greek Monolingual
η (AM κλεψιγαμία) κλεψιγαμώ
η ύπαρξη παράνομων σαρκικών σχέσεων μεταξύ ετεροφύλων οι οποίοι δεν συνδέονται με γάμο.