κλεψιγαμία
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
German (Pape)
[Seite 1449] ἡ, Buhlerei, Sp.; auch Hdn. epim. 93.
Greek Monolingual
η (AM κλεψιγαμία) κλεψιγαμώ
η ύπαρξη παράνομων σαρκικών σχέσεων μεταξύ ετεροφύλων οι οποίοι δεν συνδέονται με γάμο.