μαλάκωμα
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
Greek Monolingual
το μαλακώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαλακώνω, μαλάκυνση, απάλυνση
2. καταπράυνση, κατευνασμός («το μαλάκωμα του θυμού»)
3. (για την καιρική κατάσταση) η μετατροπή προς το πιο ήπιο, η καλυτέρευση.