τό, = κνίδη, Hsch. (pl.).
[Seite 1463] τό, die Nessel, Hesych.
κνίφος: τό, = κνίδη, Ἡσύχ.
κνίφος, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) κνίδη.[ΕΤΥΜΟΛ. θυμίζει το κνήφη (< κνῶ). Το -ι- οφείλεται πιθ. σε επίδραση τών συγγενών κνίζω, κνίδη.