κνήφη
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ἡ, itch, LXX De.28.27, Hsch. s.v. ξῦσμα, Suid.s.v. Ἀφροδίτη: —hence κνηφῶ, prurio, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1461] ἡ, das Jucken, Schol. Il. 2, 820; – die Krätze, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κνήφη: ἡ, κνησμός, «φαγοῦρα», Ἑβδ. (Δευτ. ΚΗ΄, 27), παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀφροδίτη.
Greek Monolingual
η (AM κνήφη)
νεοελλ.
ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση κνιδωτικών επαρμάτων του δέρματος οι οποίες καταλήγουν σε μικρή φυσαλλίδα και συνοδεύονται από έντονο κνησμό
μσν.-αρχ.
ψωρίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει τη ρίζα του κνῶ. Η κατάλ. -φη πιθ. κατά το ακαλήφη ή επηρεασμένη από το κνάφος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: itch (LXX De. 28, 27, H. s. ξῦσμα, Suid. s. Ἀφροδίτη) with κνηφάω = prurio (Gloss.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connected with κνῆ-ν scratch, itch with φ-suffix as in ἀκαλήφη, s.v. Direct connection with κνάφος, κνάπτω is improbable. - Note κνίφεα κνίδας H., with -ι- from κνίδη, κνίζω. Quite doubtfull σκνῆφαι (prob. for ἀκαλῆφαι) as explanation of κνῖδαι (H.). If right, cf. σκνίψ beside κνίψ.
Frisk Etymology German
κνήφη: {knḗphē}
Grammar: f.
Meaning: Räude, Krätze (LXX De. 28, 27, H. s. ξῦσμα, Suid. s. Ἀφροδίτη)
Derivative: mit κνηφάω = prurio (Gloss.).
Etymology: Zu κνῆν kratzen, jucken mit φ-Suffix wie in ἀκαλήφη, vgl. d. m. Lit. Direkter Zusammenhang mit κνάφος, κνάπτω ist nicht wahrscheinlich. — Daneben κνίφεα· κνίδας H., wohl mit -ι- nach κνίδη, κνίζω. Ganz fraglich σκνῆφαι (wohl für ἀκαλῆφαι) als Erklärung von κνῖδαι (H.). Wenn richtig, vgl. σκνίψ neben κνίψ.
Page 1,884