τσουκνίδα
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Greek Monolingual
και τσικνίδα, η, Ν
κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ούρτικα, της οικογένειας ουρτικίδες ή κνιδίδες, του οποίου τα εναέρια τμήματα φέρουν λεπτές κωνικές και κοίλες τρίχες που περιέχουν μυρμηκικό οξύ και προκαλούν τον χαρακτηριστικό έντονο κνησμό όταν έλθουν σε επαφή με το δέρμα ανθρώπου ή ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κνίδη «το φυτό τσουκνίδα», σχετικά, όμως, με τον τρόπο σχηματισμού της λ. έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως η αναγωγή της σε τ. ακανθο-κνίδη (< άκανθα + κνίδη) ή, κατ' άλλους, κυνο-κνίδη (< κύων, κυνός + κνίδη), απ' όπου με συγκοπή κυκνίδα και στη συνέχεια τσουκνίδα με τσιτακισμό και τροπή του -υ- σε -ου-. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. προήλθε από συμφυρμό τών τ. τσούχτρα και κνίδη.