κοίμηση

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

η (Α κοίμησις) κοιμώμαι
1. το να βρίσκεται κάποιος σε κατάσταση ύπνου, η αποκοίμηση, ο ύπνος
2. (κατ' ευφημισμό) ο ύπνος του θανάτου, ο θάνατος («η Κοίμηση της Θεοτόκου» — η 15η Αυγούστου, η ημέρα του θανάτου της Παναγίας)
νεοελλ.
το ξεγέλασμα κάποιου με δόλο, η αποκοίμηση.