κογχυλιατός
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
κογχυλιατή, κογχυλιατόν, = κογχυλιωτός, PLeid.X.95.
Greek Monolingual
κογχυλιατός, -ή, -όν (Α)
κογχυλιωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κογχυλιωτός].