κοινοβιαρχώ

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

κοινοβιαρχῶ, -έω (Μ) κοινοβιάρχης
διοικώ κοινοβιακό μοναστήρι.