κοινοδημεί

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

German (Pape)

[Seite 1468] von Staats wegen, Suid., f. l.

Greek Monolingual

κοινοδημεί (Α)
επίρρ. (κατά το λεξ. Σούδα) με τον τρόπο του κοινοδημίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοδήμ-ιον + επιρρμ. κατάλ. -εί, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. αυθωρεί, ηρεμεί)].