κοινοεργώ

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source

Greek Monolingual

κοινοεργῶ, -έω (Μ) κοινοεργής
ενεργώ, εργάζομαι από κοινού με άλλους («ἄμφω δὲ ἠ γαστὴρ καὶ τὸ ἧπαρ κοινοεργοῦσιν», Μελέτ.).