κοινοθυλακώ

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

κοινοθυλακῶ, -έω (Α)
έχω ή επιδιώκω να έχω κοινό ταμείο, κοινό βαλάντιο με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + θυλαξ, -ακος].