κοινοτοπικός

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην κοινοτοπία, αυτός που στερείται πρωτοτυπίας.
επίρρ...
κοινοτοπικά και -ώς
με κοινοτοπικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].