κοινοτοπικός

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην κοινοτοπία, αυτός που στερείται πρωτοτυπίας.
επίρρ...
κοινοτοπικά και -ώς
με κοινοτοπικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].