κοκκιωματώδης

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

-ες κοκκίωμα
φρ. ιατρ. «χρόνια κοκκιωματώδης νόσος» — σπάνια κληρονομική νόσος που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη μικροσκοπικών αποστημάτων στα σπλάγχνα και στο λεμφικό σύστημα.