κολεόρριζα
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
η
βοτ. είδος περιβλήματος στα αγρωστώδη το οποίο καλύπτει και προστατεύει το ριζίδιο, δηλ. την πρώτη ρίζα που αναπτύσσεται από το σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coleorhiza < coleo- (< κολεόν) + -rhiza (< ρίζα)].