κολοβούρος
From LSJ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
κολοβοῦρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + -ουρος (< ουρά), πρβλ. λεύκουρος, πλατύουρος].