κολύμπου

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

κολύμβου)
(επίρρ,) κολυμπώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμβου, γεν. του κόλυμβος με επιρρμ. χρήση (πρβλ. του κάκου)].