μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
(Μ κολύμβου)(επίρρ,) κολυμπώντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμβου, γεν. του κόλυμβος με επιρρμ. χρήση (πρβλ. του κάκου)].