ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
κομβέντος, ὁ (Μ)συμβούλιο, συναγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conventus (< ρ. convenio «συνέρχομαι»)].