κομβέντος

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

κομβέντος, ὁ (Μ)
συμβούλιο, συναγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conventus (< ρ. convenio «συνέρχομαι»)].