κομβαλλάρια

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

και κονβαλλαρία, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας λιλιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convallaria < νεολατ. convallaria (< convalis < com + callis «κοιλάδα») + νεολατ. κατάλ. -aria].