κομπόδεμα

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

το (Μ κομπόδεμα) κομποδένω
1. κόμπος στην άκρη μαντηλιού
2. τα χρήματα που φυλάγονται στο κομποδεμένο μαντήλι
νεοελλ.
1. χρήματα που αποταμιεύονται κρυφά από τους άλλους
2. φρ. α) «έχει γερό κομπόδεμα» — είναι πλούσιος
β) «λύνω το κομπόδεμα» — ξοδεύω, δαπανώ.