κομπόδεμα

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

το (Μ κομπόδεμα) κομποδένω
1. κόμπος στην άκρη μαντηλιού
2. τα χρήματα που φυλάγονται στο κομποδεμένο μαντήλι
νεοελλ.
1. χρήματα που αποταμιεύονται κρυφά από τους άλλους
2. φρ. α) «έχει γερό κομπόδεμα» — είναι πλούσιος
β) «λύνω το κομπόδεμα» — ξοδεύω, δαπανώ.